- Ἑρμοδάκτυλον
- ἙρμοδάκτυλονColchicum luteumneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἑρμοδακτύλου — Ἑρμοδάκτυλον Colchicum luteum neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
hermodátil — ► sustantivo masculino BOTÁNICA Quitameriendas, planta liliácea. * * * hermodátil (del gr. «hermodáktylon») m. *Cólquico (planta liliácea). * * * hermodátil. (Del gr. ἑρμοδάκτυλον). m. quitameriendas. U. m. en pl … Enciclopedia Universal
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
hermodátil — (Del gr. ἑρμοδάκτυλον). m. quitameriendas. U. m. en pl.) … Diccionario de la lengua española